BIB
(i)
19 ἐλευθερίαν (freedom) αὐτοῖς (them) ἐπαγγελλόμενοι (promising), αὐτοὶ (themselves) δοῦλοι (slaves) ὑπάρχοντες (being) τῆς (-) φθορᾶς (of corruption). ᾧ (By what) γάρ (for) τις (anyone) ἥττηται (has been subdued), τούτῳ (by that) ‹καὶ› (also) δεδούλωται (he is enslaved).